- προυρός
- ό, Αβλ. φρουρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προυρός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρουρίς — και προυρίς, ίδος, ἡ, Α πλοίο για φρούρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρουρός / προυρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ναυαρχ ίς)] … Dictionary of Greek
φρουρός — ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α 1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.) 2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου,… … Dictionary of Greek